μαθητεύσατε

μαθητεύσατε
μαθητεύω
to be pupil
aor imperat act 2nd pl
μαθητεύω
to be pupil
aor ind act 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Liste griechischer Phrasen/Beta — Beta Inhaltsverzeichnis 1 Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα …   Deutsch Wikipedia

  • μαθητεύω — (AM μαθητεύω, Μ και μαθητεύγω) [μαθητής] 1. διδάσκομαι από κάποιον, είμαι μαθητής, σπουδάζω 2. μεταδίδω γνώσεις, διδάσκω, εκπαιδεύω («πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μαθητευόμενος, η, ο α)… …   Dictionary of Greek

  • βάπτιση — Το μυστήριο με το οποίο γίνεται ο άνθρωπος χριστιανός και εισέρχεται στη χριστιανική ζωή. Στην Καινή Διαθήκη, ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας υιός του Θεού, αναφέρεται πολλές φορές στη β. ως πνευματική «αναγέννηση εξ ύδατος και Πνεύματος Αγίου» και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”